- νέμω
- (ΑΜ νέμω)1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ' ἐννόμοις», Αισχύλ.)2. μέσ. νέμομαικατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας Θράκῃ ἐμπορίων καὶ τοῡ μετάλλου ἃ ἐνέμοντο», Θουκ.)μσν.καταστρέφω, αφανίζωμσν.-αρχ.κατοικώ, ενοικώαρχ.1. δίνω, προσφέρω («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα μητρὸς μηδαμοῡ τιμὰς νέμειν», Αισχύλ.)2. κατανέμω («ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῑς», Αριστοτ.)3. έχω, κατέχω («ἕδος Ὀλύμπου νέμων», Πίνδ.)4. διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ («καὶ τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων», Πίνδ.)5. αποδίδω σε κάποιον ή κάτι μία ιδιότητα («τὸν.. Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν», Σοφ.)6. εκλαμβάνω, θεωρώ («φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων νέμω», Σοφ.)7. εκλέγω («τῶν ἀθλητῶν τούς γε μὴ νενεμημένους... εἰς τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας», Πολ.)8. απαγγέλλω από χειρόγραφο9. (για ποιμένα) οδηγώ ζώα για βοσκή, βόσκω, συντηρώ, περιποιούμαι ζώα («χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῡν», Πλάτ.)10. (σχετικά με τόπο) χρησιμοποιώ για βοσκή («ἐθέλοιτ' ἂν ἐᾱν νέμειν ταῡτα τοὺς Ἀρμενίους», Ξεν.)11. καταστρέφω, ερημώνω, παραδίδω πόλη στη φωτιά12. (για δικαστή) προσδιορίζω ως ποινή («θάνατον νέμειν», Πλάτ.)13. (μέσ.-παθ.) α) (για τόπο) κατοικούμαιβ) (για πόλη) βρίσκομαι, είμαι κτισμένος κάπου («πόλεις μὲν αὗται, αἳ τὸν Ἄθων νέμονται», Ηρόδ.)γ) (για χρόνο) διέρχομαι, περνώδ) (με επίρρ.) ζω, περνώ τη ζωή μου με έναν τρόπο («ἡσυχᾷ νεμόμενος», Πίνδ.)ε) (για ζώο) βγαίνω για βοσκή, τρέφομαι από το χόρτο που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, βόσκωστ) (για πρόσ.) τρώγωζ) (για τη φωτιά) κατακαίω («ἀπολαμφθέντες πάντοθεν ὥστε τὰ περιέσχατα νεμομένου τοῡ πυρός»η) (γενικά) κατατρώγω («τὸ ψεῡδος... νέμεται τὴν ψυχήν», Πλούτ.)θ) (για έλκος, γάγγραινα, οίδημα) εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι14. φρ. α) «νέμω ἰσχύν τινι» — έχω εμπιστοσύνη σε κάτι ή σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιονβ) «νέμω γλῶσσαν» — χρησιμοποιώ τη γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέμω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *nem- «παρέχω, χορηγώ, μοιράζω, διανέμω» και «παίρνω υπό την κατοχή μου» και εμφανίζει τις εξής μεταπτωτικές βαθμίδες: την ετεροιωμένη βαθμίδα (νομ-) στα νόμος*, νομή και την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα (νωμ-) στα νωμῶ, νωμήτωρ. Το ρ. εμφανίζει και δισύλλαβη μορφή θέματος: νεμε- στα νέμεσις, νεμέτωρ (πρβλ. γενε-τωρ, γένε-σις) και νεμη- στα νεμη-τής, νέμη-σις. Η ρίζα *nem- εμφανίζεται και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: γερμ. nehmen «παίρνω», γοτθ. arbi-numja «κληρονόμος», λιθουαν. nuoma «ενοίκιο, μίσθωμα» (πρβλ. νωμῶ) και πιθ. αρχ. ινδ. namati. Η σύνδεση τών τ. με το λατ. numerus παραμένει αμφίβολη. Η αρχική σημ. τού ρήματος ήταν «διανέμω, προσφέρω κάτι βάσει νομικών κριτηρίων» και «κατέχω» με την έννοια τών νόμιμων περιουσιακών στοιχείων. Η σημ. τού νέμω διαφέρει από εκείνη τών δαίομαι / δατέομαι «χωρίζω, μοιράζω» στα κριτήρια βάσει τών οποίων γίνεται η διανομή. Στη μέση φωνή το ρ. από τη σημ. «παίρνω μερίδιο» πέρασε στη σημ. τού «τρέφομαι» και εξελίχθηκε σε εκείνη τού «εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι, κατοικώ». Η ίδια σημ. «κατέχω, κατοικώ, διευθύνω, κυβερνώ» εμφανίζεται και στην ενεργ. φωνή (πρβλ. και τη δισημία τής ρίζας *nem-). Στην ενεργ. φωνή, τέλος, το ρ. εμφανίζει δύο ακόμη ειδικές σημασίες: α) «βόσκω», που περιορίζει την έννοια τής διανομής στην έννοια τής βοσκής (για ποιμένα), απ' όπου στη μέση φωνή η σημ. «κατατρώγω, καταβροχθίζω» και μεταφορικά «καταστρέφω, εξαπλώνομαι προκαλώντας βλάβη» (για φωτιά και για έλκος) και β) «εκλαμβάνω, θεωρώ κάτι αληθινό», με την έννοια ότι στηρίζομαι στην αλήθεια, γνωρίζω και ελέγχω τα πάντα.ΠΑΡ. νέμεσις, νέμησις, νομή, νόμος, νομόςαρχ.νεμέτωρ, νέμημα, νεμητής, νωμώ.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απονέμω, διανέμω, κατανέμω, προσαπονέμωαρχ.ανανέμω, εγκατανέμω, εκνέμω, εναπονέμω, εννέμω, επιδιανέμω, επινέμω, παρανέμω, προνέμω, προσδιανέμω, προσεπινέμω, προσκατανέμω, προσνέμω, συγκατανέμω, συνδιανέμωνεοελλ.αναδιανέμω].
Dictionary of Greek. 2013.